Θα προλάβουμε να φιληθούμε πριν το Τέλος ;

Ένα από τα πλέον αποκρουστικά (στα μάτια μου, τουλάχιστον) αποτελέσματα της από-πολιτικοποίησης και της απομόρφωσης είναι η ντεμέκ συλλογική ευθύνη στο πλαίσιο της κοινωνίας. Όχι από την πλευρά των ανώτερων στρωμάτων, προφανώς, αλλά από την πλευρά των κατώτερων.

Υπήρξα κάποτε θιασώτης και εγώ της «αυτοκαταστροφικής φύσης του ανθρώπου» και έλεγα και εγώ πώς «αποτύχαμε σαν κοινωνία» – φράσεις που πλέον, όποτε τις διαβάζω γραμμένες, προσπαθώ να συγκρατήσω πολλά μέσα μου. Η λογική συνεπαγωγή τους θα ήταν όντως μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, στα πλαίσια μιας «αυτό-τιμωρίας» – από το αλκοόλ, έως την ηρωίνη, σίγουρα κάτι σκληρό πάντως. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει γιατί όσοι τα γράφουν αυτά είτε δεν τα πιστεύουν (πολύ πιθανό τη σήμερον ημέρα – πόσοι το κάνουν αυτό άλλωστε ; ) είτε πολύ απλά δεν είναι διατεθειμένοι για αυτή την αυτοκαταστροφή που θα έπρεπε να επέλθει της τελεσίδικης «αποτυχίας». Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι η κοινωνία (και ο άνθρωπος) είναι ενιαία και αδιαίρετα σύνολα που «απέτυχαν» (σε τί ; ) τότε θα πρέπει να μπούμε στην διαδικασία καταμερισμού ευθυνών κ.ο.κ. – μια τραγελαφική διαδικασία που περισσότερο αρμόζει σε σχολιασμούς έφηβων παρθένων (με την ελπίδα να αλλάξει η τελευταία λέξη) παρά σε νηφάλια ανάγνωση του τί διάολο γίνεται.

Η σκέψη για αυτό το αφιέρωμα δε γεννήθηκε την ημέρα δημοσίευσής του, αλλά πολύ πιο πριν. Τέτοιες μέρες, πριν τέσσερα (Θεέ μου ! ) χρόνια, ξεκινούσε το πρώτο lock down στην Ελλάδα – και ταυτόχρονα, για όποιον είχε διάθεση να εξετάσει όντως τα αίτια του ξεσπάσματος της πανδημίας, εγκαινιαζόταν μια περίοδος απαισιοδοξίας βασισμένης πάρα πολύ στην έννοια/πεδίο του χρόνου. Κοινώς, προλαβαίνουμε ; Μήπως το Τέλος δεν θα έλθει σε χιλιάδες χρόνια, αλλά εμείς δεν έχουμε τοποθετήσει κατάλληλα την θέση μας χρονικά σε σχέση με αυτό  – κάτι σα να μην γίνεται κατανοητό το «μακροχρονικό» πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης. Κοινώς, έχεις σκεφτεί πώς θα αντιδρούσες αν μάθαινες ότι σου απομένουν 3 μήνες ζωής ;

Ωραίες κουβέντες, αναμφίβολα, και λόγω της προαναφερθείσας επετείου αλλά και λόγω της κλιμάκωσης (ρητής, σαφώς) της σύρραξης στην Ουκρανία – μιας κλιμάκωσης βγαλμένης από στίχους black/death διαμαντιών που κάποτε μας έκαναν να χασκογελάμε με την φαντασία τους. Ως αριστερός, το πρώτο μοτίβο σκέψης μου είναι «τί μπορούμε και τί πρέπει να κάνουμε» ωστόσο, έχουμε δύο λύκους μέσα μας και ο απαισιόδοξος κάποια στιγμή βροντοφώναξε «εάν δεν προλάβουμε ;»

Καταλαβαίνουμε ότι το πράγμα είναι σοβαρό, γιατί πλέον θα πρέπει να σκεφτούμε soundtrack.

Προσοχή : όχι τί θα ακούμε όταν πέφτει μετεωρίτης (μακριά από μας τέτοια χαζοχαρούμενα σενάρια). Εδώ είναι η μουσική συνοδεία του Τέλους – αλλά μιλάμε για ένα Τέλος με διάρκεια, όπου εμείς δεν μπορούμε με σαφήνεια να τοποθετηθούμε χρονικά σε σχέση με το ίδιο.

Τρεις είναι οι πρώτοι, λογοτεχνικοί σαφώς, συνοδοιπόροι μας σε αυτό το ταξίδι. Ο Νίτσε, με την Γέννηση της Τραγωδίας, ο Ρεμπώ με την «Εποχή στην Κόλαση» και ο Μπατάιγ με τον «Νεκρό».  Η διονυσιακή, αυτοκαταστροφική έκσταση των δύο τελευταίων, δεν μπορεί παρά να έλκει, θέλω να πιστεύω όχι μόνο στο μυαλό μου, την καταγωγή της από την αιμομιξία απολλώνειου και διονυσιακού. Ότι η ζωή πλέον χάνει το νόημα της, και η τέχνη προσπαθεί να της το δώσει – αλλά για πόσο ; και με τί πρόσημο ; Αυτό της αποδοχής ; Περισσότερο μας φαντάζομαι μεθυσμένους με περίστροφα, όπως (μάλλον) ήταν στο τέλος της (εξαιρετικά σύντομης) ζωής του ο Ρεμπώ – δίχως να ξέρει καν ο ίδιος πόσο μελάνι γραφόταν για αυτό το μοτίβο ψυχοσύνθεσης εκείνη την περίοδο.

Ποιο θα είναι το πρόσημό μας, λοιπόν ; Η απώλεια συλλογικού οράματος, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αλλά και την διάχυση μηδενιστικά νεοφιλελεύθερων (ή φιλελεύθερα μηδενιστικών) πρακτικών, αλλοίωσε κατά πολύ τον πάλαι ποτέ «κοινωνικό ιστό». Το βλέπεις αυτό, στα πιτσιρίκια που σου σπάνε τα νεύρα, δίχως να καταλαβαίνουν τί αντίφαση συγκροτούν αυτή τη στιγμή. Έχεις ανάγκη από μια θαλπωρή, μια στιγμή απόδρασης από τον ετεροχρονισμό αυτού του μηδενισμού – έναν δικό σου μηδενισμό, διακριτό, μύχιο και πιο «ήρεμο».

Επανερχόμαστε στο θέμα μας, το οποίο, όπως βλέπουμε, έχει πολλές διακλαδώσεις – δεν θα μπορούσε αλλιώς. Κάθε δίσκος, κάθε κείμενο, είναι μια αφήγηση (ή, τέλος πάντων, θα όφειλε να είναι μια αφήγηση). Αφήγηση που θα ολοκληρώνεται με τον ορθό τρόπο, καθιστώντας σε συμμέτοχο σε αυτό που μόλις τελείωσε. Τί αφήγηση όμως θα επιλέξουμε, στα πλαίσια κατάρρευσης των οραμάτων – συλλογικών και ατομικών ; Τώρα που πεθαίνει, όπως είπε ο Αντόρνο, η λογοτεχνία, εμείς τί θα διαλέξουμε ;

Η λογική του Lovecraft είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Η γνώση της θέσης μας (εδώ το εννοούμε χρονικά) μπορεί να οδηγήσει είτε στην τρέλα, είτε στην ασφάλεια του σκοταδισμού ενός νέου μεσαίωνα.

Το ειρωνικό για τα ακούσματα του Τέλους είναι πως, στο μυαλό μου τουλάχιστον, δεν θα είναι τίποτε σχετικό με τον black/death ορυμαγδό που διένυσε τον Χρυσό του Αιώνα πρόσφατα – για εμένα, η παραγωγή του ’90 ωχριά μπροστά στις σχετικώς καινούργιες δουλειές. Παρότι η ευθυγράμμιση με τους Diocletian (Gesundrian και War of All Against All κοπής) είναι αναγκαία για να τους εκτιμήσεις αλλά και να βγάλεις την εβδομάδα – δουλειά που παλιότερα είχαν αναλάβει οι Obituary – το mindset τους μόνον διονυσιακό δεν το λες. Διονυσιακό με την νιτσεϊκή πάντοτε έννοια, όπου η απαισιοδοξία κυριαρχεί με έναν τρόπο αποχαλίνωσης και έκστασης και ο αρνητισμός δεν έχει θέση λόγω μη-διαύγειας. Ακούστε και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.

Οι Τελετές των Teitanblood δεν μπορούν σαφώς να διαφοροποιηθούν αισθητά – αν και, για λόγους κυρίως μεταφυσικής, θα πρέπει να αναφερθούν. Το Death θα το ακούσουμε.

Τί γίνεται όμως, με το αφήγημα που κατέρρευσε ; Ακόμη και εάν αποδεκτούμε τον ουροβόρο των παγανιστικών αφηγήσεων, η λογική συνεπαγωγή του οποίου είναι πώς ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής, πόσο έτοιμοι και ψύχραιμοι θα είμαστε να επιδείξουμε τέτοια νηφαλιότητα ; Ρητορικό το ερώτημα, ωστόσο, το μόνον που μπορώ να σκεφτώ είναι αλλεπάλληλες, μεθυσμένες ακροάσεις του Umskiptar. Νομοτελειακά, είναι στους 3 καλύτερους δίσκους του και έχει το πιο «νιτσεϊκό» πνεύμα απ’ όσα προαναφέραμε (πιο νιτσεϊκό απ’ τους Mayhem του Grand Declaration of War). Εάν, δηλαδή, επιθυμούμε, κάτι το «ψυχικά υγιές», εκεί θα πρέπει να κοιτάξουμε. Το χάσιμο των Oranssi Pazuzu και των Pink Floyd απαιτεί, όπως και να το κάνουμε, μια πνευματική διαύγεια που μόνο αυθαίρετα θα δήλωνε κάποιος πώς θα την κατέχει την ώρα της κρίσης.

Θέλουμε κάτι το οποίο θα μας προσφέρει έκσταση, άγχος, αποχαλίνωση, κάτι για την στιγμή εκείνη που θα καταρρέουν όλες οι συμβάσεις – ακόμη και η μεγαλύτερη εξ’ αυτών, ο χρόνος. Το αφήγημα που ψάχνουμε είναι ένα μη αφήγημα – δηλαδή, στο Τέλος μας ψάχνουμε κάτι δίχως τέλος. Δεν παίζουμε με τις λέξεις εδώ.

Φανταστείτε την ηδονή της μουσικής, αποκομμένης από την συνειδητοποίηση του Τέλους και θα κατανοήσετε πως οι μουσικές μας επιλογές θα είναι ελάχιστες. Θα αναγκαστούμε εδώ να βγούμε από την φυσιολογική ροή των πραγμάτων και, επομένως, να αναζητήσουμε την έκσταση που μόνο οι Ulcerate προσφέρουν στο σύγχρονο death metal. Η κυκλοφορία του νέου τους δίσκου δεν θα μπορούσε να είναι πιο συγχρονισμένη με όλα όσα προαναφέραμε, ωστόσο, τα Shrines of Paralysis και Stare Into Death and Be Still είναι αυτά που ξεσπάνε, με τόσο εκστατικό μηδενισμό, και στο μυαλό μου δε γίνεται παρά να τα ακούμε με ένα ποτήρι στο χέρι.

Αυτό όμως το «μη-αφήγημα» δεν γίνεται να μην ενέχει, όταν θα βγάλουμε την κραυγή μας – επιβάλλεται να βγάλουμε μια κραυγή, μπροστά σε αυτό το Τείχος που θα συναντήσουμε στον Συλλογισμό μας – δύο κομμάτια των DsΩ. Το Chore for the Lost και το Abscission. Έπειτα, κουρασμένοι αλλά όχι εξουθενωμένοι, μπορούμε να χορέψουμε με τον πιο διονυσιακό δίσκο Όλων – το Paracletus. Να καταλήξουμε, μεθυσμένοι με δακρυσμένα μάτια να προσπαθούμε να σκεφτούμε – προφανώς δεν θα τα καταφέρουμε.

Υπάρχει κάτι για το κλείσιμο ;

Υπάρχουν οι Joy Division. Υπάρχει, συγκεκριμένα το Disorder και η αισιοδοξία του, και υπάρχει το Shadowplay. Και έπειτα υπάρχει η εγχώρια ξενόγλωσση post punk των Data Fragments, αλλά και οι Grave Pleasures. Εδώ, οι αφηγήσεις υπάρχουν – αλλά είναι αφηγήσεις προς τα πίσω. Αφηγήσεις τύψεων για όσα (δεν) έκανες και όσα (δεν) είπες.

Αλλά, τέλος, υπάρχει το κομμάτι του μοναδικού συγκροτήματος που κολλάει σε κάθε στιγμή αυτού του κειμένου, αλλά κυρίως κολλάει στο τέλος. Πριν από 17 χρόνια, οι Dodheimsgard έκλεισαν τον αγαπημένο μου δίσκο τους, με το από κάτω.

Στον διονυσιακό χορό, αυτό το ρεφραίν, δεν γίνεται να λείπει. Κι ας μην προλάβουμε να φιληθούμε πριν το τέλος, αφού θα χρειαστεί να το τραγουδάμε. Το ατομικό θα αυτοδιαλυθεί για λίγο στο συλλογικό και τότε, αυτή η προφητεία ενός μεθυσμένου Vicotnik θα μπορεί με έναν ειρωνικό τρόπο να επιβεβαιώσει κάποια απ’ τα κλισέ που έχουμε για τους ανατολίτες.

Καλές ακροάσεις !

Προ  Σαλό – Μετά το Σαλό

Κανείς δεν με ανάγκασε να διαβάσω Ντε Σαντ – αυτή την ατάκα την έκλεψα από το επίμετρο που συνοδεύει την αναμφίβολα καλοδουλεμένη έκδοση του «Εξάντα». Το 120 Μέρες των Σοδόμων είναι ένα αδύνατο (νομίζω αυτή είναι η σωστή λέξη, «αδύνατο») οικοδόμημα 600 περίπου σελίδων. Η έκδοση που έχω στα χέρια μου – η μοναδική που κυκλοφορεί μέχρι στιγμής, καθότι τώρα ετοιμάζεται η καινούργια – έχει στο εξώφυλλο ένα εκ των δύο πορτραίτων του Ντε Σαντ (το άλλο τον παρουσιάζει σε μεγαλύτερη ηλικία και αναμφίβολα είναι πολύ μεταγενέστερό του, η τεχνοτροπία υποδηλώνει βικτωριανή εποχή). Σε αυτό είναι δεν είναι καν 20 χρονών, πάνω κάτω όταν εκδιώχθηκε από το Ιππικό (όπου διέπρεψε), λόγω σεξουαλικών σκανδάλων – είναι όμως το μοναδικό επίσημο πορτραίτο του.

Η λογοτεχνία του Ντε Σαντ (όποιος λέει πως δεν πρόκειται για λογοτεχνία, Χριστέ μου, πόσα έχει πια δεχθεί σε αυτό τον κόσμο) έχει την ιδιαιτερότητα του De Mysteriis Dom Sathanas. Μια κατάρα που αφορά στις συνθήκες δημιουργίας ή στον χαρακτήρα του δημιουργού, αντί για το ίδιο το έργο. Τί είναι πιο διάσημο ; Η μπασογραμμή του Life Eternal ή οι εμπρησμοί εκκλησιών ; Ηλίθια ερωτήματα, στα οποία με εφιαλτικό τρόπο είμαστε εγκλωβισμένοι και γνωρίζουμε πως δεν θα ξεφύγουμε ποτέ, γιατί ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μηχανισμό, θα κερδίζει πάντοτε ο μηχανισμός.

Αυτό το βιβλίο δε με ανάγκασε κανείς να το διαβάσω – όπως δεν ανάγκασε κανείς κανέναν (απ’ όσο μπορώ να ξέρω) να το διαβάσει. Η μετάφραση είναι καταπληκτική και ζωντανή, η έκδοση επιμελημένη (εξαιρετικό επίμετρο) αλλά το ζήτημα προφανώς έγκειται στο ίδιο το έργο.

Κάποια στιγμή το είχα αντικρύσει αυτό το βιβλίο, στο πρώτο μου έτος. Ήταν ήδη 4 χρόνια που άκουγα Deathspell Omega (πιο φρέσκο στη μνήμη μου ήταν το Fas… και όχι το Paracletus). Με το Fas… είχα σoκαριστεί παραπάνω, επειδή μπορούσε μέσα στην ασφυξία που μου προκαλούσε, πού και πού να απελευθερώσει τις κραυγές που βγάζεις όταν αγγίζεις ορισμένα όρια της σκέψης (σου). Όλοι ξέρουμε ποιος ξελαρρυγιάζεται εκεί – και είναι τέτοια ειρωνεία να έχεις ταυτίσει την μεγαλύτερή σου έκσταση σαν ακροατής με έναν τέτοιο τύπο.

Ο κυκεώνας του πρώτου μου έτους, όπου τα συντηρητικά μου κατάλοιπα γκρεμίζονταν, μόνο και μόνο ούτως ώστε οι πιο μύχιες εκδοχές τους να επιστρέψουν με σταλινικό προσωπείο, δεν μπορούσε να δεχθεί ούτε τον Ντε Σαντ, ούτε τον «Ηλιακό Πρωκτό» του Μπατάιγ, ούτε καν την Σαλομέ. Σε μια προσπάθεια να καταστείλω τον μικροαστό που ούρλιαζε για «ιδιαιτερότητα» αντί να πει απλώς αντικοινωνικότητα, ξεκίνησα την Γέννηση της Τραγωδίας, που μόνο φέτος την ολοκλήρωσα (δέκα χρόνια μετά). Η φίλη μου η Δανάη με είχε προειδοποιήσει για αυτά που, ως νομοτέλεια της θείας πρόνοιας εν τέλει,  θα διάβαζα, ξανά και ξανά, στις συνεντεύξεις των DsΩ.

Από αυτό το χάος εγώ κράτησα λέξεις έναντι φράσεων, ατάκες έναντι αναλύσεων και σχόλια έναντι έργων. Η ποζεριά του να μιλάς για τον Ντε Σαντ άλλωστε χύνει (ουπς) μια δυσθεώρητη σκιά πάνω στο ίδιο το έργο του Ντε Σαντ, το οποίο, απ’ όποια πλευρά κι’ αν το εξετάσεις, δεν θα είναι μάλλον αυτή που το γέννησε – γιατί πολύ απλά κάτι τέτοιο ούτε το μπορείς, ούτε το θες. Με έναν εκπληκτικό τρόπο μπροστά σου παρελαύνουν κάτι χιλιάδες χρόνια έμφυλης και ταξικής – πολιτικής – καταπίεσης, κομμάτια της οποίας είναι πρακτικώς αδύνατο να μην έχουν χαθεί κάπου μέσα σου.

Μήτε το (μισοτελειωμένο) κείμενο (απίστευτο, τερατώδες στην αρχιτεκτονική του), μήτε το χιούμορ (έχει), μήτε η ατμόσφαιρα (έχει) δεν διατηρούν κάποια αυτοτέλεια από την φήμη που προηγείται και ακολουθεί του έργου. Αυτή είναι η μήτρα της Ιουστίνης και της Ιουλιέττας, που χάθηκε με την άλωση της Βαστίλλης και επανήλθε αρχές του 20ου αιώνα, για να βρεθούν εδώ διαστροφές που τότε είχαν αρχίσει να μελετώνται.

Τον φαντάζομαι να ουρλιάζει, «τα κάνετε που τα κάνετε, να τα καθαρογράψουμε». Η περιοδολόγηση του τίτλου – προ Σαλό, μετά Σαλό – εξυπηρετεί ίσως την ειρωνεία που μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό. Αδύναμη κι ‘ αυτή, μπροστά σε κάτι που δεν έχει καμία σημασία το εάν έπρεπε να υπάρχει.

Απλά υπήρξε, και μας αναγκάζει να ζούμε με την ύπαρξή του – προσοχή, όχι την ανάμνησή του. Την ύπαρξή του. Δεν τίθεται εδώ το ερώτημα, εάν δεν υπήρχε ο Ντε Σαντ θα έπρεπε να τον εφεύρουμε – πολυτέλειες για σχολιαρόπαιδα.

Το ερώτημα δεν αφορά την αποδοχή του έργου αλλά την αποδοχή της πραγματικότητας, όψης της οποίας (πορνογραφία) έχουν ούτως ή άλλως την θέση τους στην διεστραμμένη φάση που βρίσκεται ο νεοφιλελευθερισμός τώρα.

 Όσο υπάρχει κράτος, υπάρχουν ταξικές σχέσεις, και τούμπαλιν.

Επομένως, όσο υπάρχει έμφυλη καταπίεση και υποκρισία, θα υπάρχει και ετούτο εδώ. Και τούμπαλιν, υποθέτω.

Αϋπνίες

Για τούτο το κείμενο πάσχιζα να βρω τίτλο κάμποση ώρα – παραπάνω απ’ όσο υπολόγιζα, με αποτέλεσμα να μπαίνω σε πειρασμό να μην κάτσω εν τέλει να το γράψω. Το θεώρησα βέβαια αδικία, οπότε εδώ είμαστε.

Μια βασική μου ανησυχία είναι μην κυριαρχήσει μέσα μου μόνιμα η αηδία, τουλάχιστον με όρους «πρακτικής ακροατή». Είναι ένα συναίσθημα που σπανίως με πιάνει, και με το οποίο δεν μπορώ να αντλήσω άμεσα κάτι σαν ευχαρίστηση από δίσκους που δεν έχω μεν εξοικειωθεί μαζί τους, αλλά υπό άλλες συνθήκες θα «ένιωθα» έστω και κάτι.

Έχω καταλήξει ότι θα μου συμβεί, αναμφίβολα, όταν γεμάτος από νέες κυκλοφορίες, δεν θα προλάβω να ασχοληθώ με καμιά όσο της πρέπει. Εκεί, ακόμη και το Under a Funeral Moon (το οποίο προφανώς δεν το κουνάει κανείς και τίποτα από εκεί που το έχω) μου φαίνεται σα να μην αρκεί. Ένας πανικός με κυριεύει, νιώθω πως δεν θα ξανανιώσω ποτέ όπως ένιωθα στα δεκάξι μου ή στα δεκαοκτώ μου, όταν με μια σχετική ευκολία η έκσταση των DsΩ ή των Lost και των Floyd με καθήλωνε.

Δεν ξέρω ποια λογική διαδικασία με καθοδηγεί όταν κυριαρχεί αυτό το συναίσθημα αηδίας που προανέφερα, ξέρω πώς εκείνη τη στιγμή αντανακλαστικά θα ακούσω μάλλον το Time ή όλο το Wish you were here.

Παύει, για λίγο, εκείνη η κρίση, και έπειτα σειρά έχουν οι Joy Division και οι Grave Pleasures.

Είναι ένα τελετουργικό επαναφοράς σε πιο «απλοϊκές» φόρμες, σα να κοιτάς κείμενα που έγραψες νεότερος ή να επισκέπτεσαι μαγαζιά που έβγαινες παλιότερα.

Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο μέσος ακροατής σήμερα αντιμετωπίζει τα έργα εκεί έξω με ειλικρίνεια : δεν λέω πως εγώ το κάνω κατ’ ανάγκη (π.χ., στο μυαλό μου όλα τα έργα των DsΩ είναι δεκάρια, ακόμη κι’ αυτά που δεν ακούω καν πλέον), αλλά δεν έχω αντίστοιχες αξιώσεις. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο αλλάζουν οι χρονικότητές μας. Στο μυαλό μου – και, για να είμαστε ειλικρινείς, στην πραγματικότητα – οι Ulcerate με έχουν επηρεάσει περισσότερο από τους Pink Floyd. Τους άκουσα την ίδια περίοδο και οι πρώτοι κέρδισαν. Αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουν, καθότι πλέον έχουν επιβάλλει ορισμένες αποτυπώσεις πάνω μου/σου/μας. 

Αυτές οι αποτυπώσεις πλέον μιλάνε με την δική τους αυτοτέλεια και απαιτούν ορισμένα πράγματα από τον σύγχρονο καλλιτέχνη. Δεν θα πάψω, στα κοντά, να ασχολούμαι με νέες κυκλοφορίες – πολλώ δε μάλλον από καλλιτέχνες των οποίων είμαι οπαδός-  αλλά αυτό δε σημαίνει πως λειτουργούμε με λευκές επιταγές (πλην ορισμένων εξαιρέσεων).

Με βάση τον αλγόριθμο, είτε οι Mgla είτε οι Kriegsmaschine θα έπρεπε να είχαν εδώ και 2-3 χρόνια κυκλοφορήσει καινούργιο υλικό – και το γεγονός πως δεν το έχουν κάνει, επιβάλλει περαιτέρω «σεβασμό». Σε κάθε περίπτωση, μιας και έχω αποφασίσει να ακούω κάθε κυκλοφορία που φέρει το όνομα του Darkside, το Hollow των Hauntologist ήταν η πρώτη κυκλοφορία που άκουσα φέτος. Δεν είναι αυτή στην οποία έχω επιστρέψει με την μεγαλύτερη συχνότητα, αλλά είναι αυτή που εκτιμώ πως θα με συνοδεύει για αρκετές βραδινές εξόδους.

Ό,τι λέει η περιγραφή τους, λοιπόν. Ναι στο black metal, ναι στο post punk, ναι ακόμη και στο neo folk.  

Για όσους φοβούνται κάποιο κενό post-black αγαλματίδιο που λειτουργεί ως φετίχ και όχι ως κοινωνός εσωτερικής εμπειρίας, τα πράγματα καθόλου δεν έχουν έτσι. Το πρώτο κομμάτι είναι σαφώς Mgla (και σπέρνει) αλλά κατά τα άλλα ο δίσκος περισσότερο έχει σχέση με τους Joy Division παρά με ένα hype που έχει πεθάνει και κανονικά θα πρέπει να σβηστεί και από τα ληξιαρχικά αρχεία (περί post – black o λόγος).  Ακόμη και στις «χορευτικές» στιγμές του, η μελαγχολική αύρα του εξωφύλλου εδραιώνει το ορθό συναίσθημα : την βόλτα πίσω στο χρόνο, που θα κάνεις στα στενά κοντά στο σπίτι σου, σχεδόν μεθυσμένος, το ξύπνημα της αϋπνίας κοντά στην ώρα του λύγκα.

Η ευχαρίστηση βρίσκεται (αυστηρά) εκεί που εσύ την ανακαλύπτεις, και σε αυτή την περίπτωση, οι Hauntologist, προσκυνώντας κυρίως το αστικό τοπίο και το βρετανικό soundtrack του, μπορούν να προκαλέσουν μέχρι και δάκρυα. Τα φωνητικά είναι στο σωστό ύφος, πολλώ δε μάλλον όταν είναι καθαρά – και θα ήθελα να υπήρχαν περισσότερα τέτοια μέρη. Για τα τύμπανα δεν χρειάζεται να πω κάτι, αυτός και ο Saint – Merat απλά βρίσκονται κάπου, σε μια καλύβα σε υψόμετρο μη – επισκέψιμο, δίχως να είναι γνωστές λοιπές λεπτομέρειες.

Από τις ελάχιστες φορές που η περιγραφή ενός project από τα μέλη του ήταν τόσο, μα τόσο εύστοχη.

Προσεγμένη κυκλοφορία, αστική αλλά ταυτόχρονα «κλειστή»,  που μιλάει μόνο αν της μιλήσεις πρώτα εσύ.

Πλούτος

Δεν ξέρω σε ποιο «φεγγάρι» βρίσκεται η ζωή των Baazlvaat, ξέρω πως δεν είναι αυτό στο οποίο βρίσκεται η δική μου. Δεν γνωρίζω σε τί κατάσταση βρίσκονται ψυχικά, ωστόσο σίγουρα δεν είμαστε στην ίδια : δεν έχω τόση όρεξη – και μάλιστα, δεν θα έλεγα ότι έχω τόση όρεξη εδώ και πολύ, πολύ καιρό.

Ασχέτως της αγάπης μου για την ειρωνεία, ασχέτως του έρωτα που διατηρώ για την λογοτεχνία του φανταστικού, ασχέτως, δηλαδή, της ανεμελιάς που τόσο απαραίτητη είναι για να μπορέσεις να την παλέψεις απέναντι στην καθόλου σέξι καθημερινότητα, πάντοτε θα με ξενίζουν συγκροτήματα σαν τους Baazlvaat. Ανέκαθεν, αυτή η αλαφροπάτητη αδιαφορία τους για την τήρηση των «τύπων», στα όρια ενός ετεροκαθορισμού, μου φαινόταν επιτηδευμένη και κλισέ.

Υπό κανονικές συνθήκες, ειδικά σε μια χρονιά όπου η παραγωγή του black σύμπαντος είναι ήδη εξαιρετικά ικανοποιητική, δεν θα είχα ασχοληθεί με αντίστοιχη κυκλοφορία, ακόμη και με την ανάμνηση της προηγούμενης, σκαλωτικής κυκλοφορίας τους, να σουλατσάρει συχνά στο κεφάλι μου όποτε κάνω κάποιον συνειρμό στον οποίο υπάρχει και ο Vicotnik.

Η αντίφαση αφορά ακριβώς την εκ των έσω αποδόμηση όλων όσων προανέφερα, για τα σαράντα περίπου λεπτά που διαρκεί αυτός ο πραγματικά εξαιρετικός δίσκος. Δεν ξέρω πόσο προσπάθησαν για αυτό τον δίσκο, ξέρω ότι είναι σαφώς ανώτερος του Incredible World, και ότι παρά τα όσα προανέφερα, είναι από τις πιο εθιστικές και καλοδουλεμένες δουλειές της φετινής χρονιάς.

Πέραν του αισθητικού κομματιού, που άλλωστε δεν θα μπορούσε να αποτύχει – τί μπορεί να αποτύχει όταν αναφέρεσαι στους Pythons ? – τα πάντα συγκροτούν μια τόσο πλούσια κυκλοφορία, με νορβηγική γενεαλογία.

Θυμήθηκα τους Arcturus (τους πρώιμους) στο μα-γι-κό In the Hate of War, όπου τα πλήκτρα αναλαμβάνουν για λίγο να τραβήξουν κάθε προβολέα πάνω τους, θυμήθηκα τους αρπισμούς του Vicotnik στο Satanic Art, όταν ξεκινάει μια μελωδία η οποία δεν γνωρίζεις αν και πότε θα ολοκληρωθεί, θυμήθηκα ακόμη και τις πιο «επικές» στιγμές του Fenriz, με τις αμιγώς χεβιμεταλλικές μελωδίες τους διάσπαρτες παντού. Δισολιές, δυσαρμονίες, αρμονίες, ατμόσφαιρα, συναίσθημα, θλίψη, μελαγχολία, ζωντάνια, πλούτος.

Ορισμένες αδειανές μπάντες, με ένα (1) κομμάτι αυτού του δίσκου θα έχτιζαν δισκογραφία. Η δήλωση των Baazlvaat έγκειται ακριβώς στην πρόκληση : με «άλλη» εμφάνιση, κάθε κομμάτι αυτής της κυκλοφορίας, την δεκαετία του 90 πολύ απλά θα βρισκόταν σε ένα ορισμένο πάνθεον. Και αυτό είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που μπορώ να κάνω για αυτό το πραγματικά εκπληκτικό συγκρότημα, στο φεγγάρι που βρίσκεται τώρα η ζωή μου.