Ένα από τα πλέον αποκρουστικά (στα μάτια μου, τουλάχιστον) αποτελέσματα της από-πολιτικοποίησης και της απομόρφωσης είναι η ντεμέκ συλλογική ευθύνη στο πλαίσιο της κοινωνίας. Όχι από την πλευρά των ανώτερων στρωμάτων, προφανώς, αλλά από την πλευρά των κατώτερων.
Υπήρξα κάποτε θιασώτης και εγώ της «αυτοκαταστροφικής φύσης του ανθρώπου» και έλεγα και εγώ πώς «αποτύχαμε σαν κοινωνία» – φράσεις που πλέον, όποτε τις διαβάζω γραμμένες, προσπαθώ να συγκρατήσω πολλά μέσα μου. Η λογική συνεπαγωγή τους θα ήταν όντως μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, στα πλαίσια μιας «αυτό-τιμωρίας» – από το αλκοόλ, έως την ηρωίνη, σίγουρα κάτι σκληρό πάντως. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει γιατί όσοι τα γράφουν αυτά είτε δεν τα πιστεύουν (πολύ πιθανό τη σήμερον ημέρα – πόσοι το κάνουν αυτό άλλωστε ; ) είτε πολύ απλά δεν είναι διατεθειμένοι για αυτή την αυτοκαταστροφή που θα έπρεπε να επέλθει της τελεσίδικης «αποτυχίας». Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι η κοινωνία (και ο άνθρωπος) είναι ενιαία και αδιαίρετα σύνολα που «απέτυχαν» (σε τί ; ) τότε θα πρέπει να μπούμε στην διαδικασία καταμερισμού ευθυνών κ.ο.κ. – μια τραγελαφική διαδικασία που περισσότερο αρμόζει σε σχολιασμούς έφηβων παρθένων (με την ελπίδα να αλλάξει η τελευταία λέξη) παρά σε νηφάλια ανάγνωση του τί διάολο γίνεται.
Η σκέψη για αυτό το αφιέρωμα δε γεννήθηκε την ημέρα δημοσίευσής του, αλλά πολύ πιο πριν. Τέτοιες μέρες, πριν τέσσερα (Θεέ μου ! ) χρόνια, ξεκινούσε το πρώτο lock down στην Ελλάδα – και ταυτόχρονα, για όποιον είχε διάθεση να εξετάσει όντως τα αίτια του ξεσπάσματος της πανδημίας, εγκαινιαζόταν μια περίοδος απαισιοδοξίας βασισμένης πάρα πολύ στην έννοια/πεδίο του χρόνου. Κοινώς, προλαβαίνουμε ; Μήπως το Τέλος δεν θα έλθει σε χιλιάδες χρόνια, αλλά εμείς δεν έχουμε τοποθετήσει κατάλληλα την θέση μας χρονικά σε σχέση με αυτό – κάτι σα να μην γίνεται κατανοητό το «μακροχρονικό» πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης. Κοινώς, έχεις σκεφτεί πώς θα αντιδρούσες αν μάθαινες ότι σου απομένουν 3 μήνες ζωής ;
Ωραίες κουβέντες, αναμφίβολα, και λόγω της προαναφερθείσας επετείου αλλά και λόγω της κλιμάκωσης (ρητής, σαφώς) της σύρραξης στην Ουκρανία – μιας κλιμάκωσης βγαλμένης από στίχους black/death διαμαντιών που κάποτε μας έκαναν να χασκογελάμε με την φαντασία τους. Ως αριστερός, το πρώτο μοτίβο σκέψης μου είναι «τί μπορούμε και τί πρέπει να κάνουμε» ωστόσο, έχουμε δύο λύκους μέσα μας και ο απαισιόδοξος κάποια στιγμή βροντοφώναξε «εάν δεν προλάβουμε ;»
Καταλαβαίνουμε ότι το πράγμα είναι σοβαρό, γιατί πλέον θα πρέπει να σκεφτούμε soundtrack.
Προσοχή : όχι τί θα ακούμε όταν πέφτει μετεωρίτης (μακριά από μας τέτοια χαζοχαρούμενα σενάρια). Εδώ είναι η μουσική συνοδεία του Τέλους – αλλά μιλάμε για ένα Τέλος με διάρκεια, όπου εμείς δεν μπορούμε με σαφήνεια να τοποθετηθούμε χρονικά σε σχέση με το ίδιο.
Τρεις είναι οι πρώτοι, λογοτεχνικοί σαφώς, συνοδοιπόροι μας σε αυτό το ταξίδι. Ο Νίτσε, με την Γέννηση της Τραγωδίας, ο Ρεμπώ με την «Εποχή στην Κόλαση» και ο Μπατάιγ με τον «Νεκρό». Η διονυσιακή, αυτοκαταστροφική έκσταση των δύο τελευταίων, δεν μπορεί παρά να έλκει, θέλω να πιστεύω όχι μόνο στο μυαλό μου, την καταγωγή της από την αιμομιξία απολλώνειου και διονυσιακού. Ότι η ζωή πλέον χάνει το νόημα της, και η τέχνη προσπαθεί να της το δώσει – αλλά για πόσο ; και με τί πρόσημο ; Αυτό της αποδοχής ; Περισσότερο μας φαντάζομαι μεθυσμένους με περίστροφα, όπως (μάλλον) ήταν στο τέλος της (εξαιρετικά σύντομης) ζωής του ο Ρεμπώ – δίχως να ξέρει καν ο ίδιος πόσο μελάνι γραφόταν για αυτό το μοτίβο ψυχοσύνθεσης εκείνη την περίοδο.
Ποιο θα είναι το πρόσημό μας, λοιπόν ; Η απώλεια συλλογικού οράματος, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αλλά και την διάχυση μηδενιστικά νεοφιλελεύθερων (ή φιλελεύθερα μηδενιστικών) πρακτικών, αλλοίωσε κατά πολύ τον πάλαι ποτέ «κοινωνικό ιστό». Το βλέπεις αυτό, στα πιτσιρίκια που σου σπάνε τα νεύρα, δίχως να καταλαβαίνουν τί αντίφαση συγκροτούν αυτή τη στιγμή. Έχεις ανάγκη από μια θαλπωρή, μια στιγμή απόδρασης από τον ετεροχρονισμό αυτού του μηδενισμού – έναν δικό σου μηδενισμό, διακριτό, μύχιο και πιο «ήρεμο».
Επανερχόμαστε στο θέμα μας, το οποίο, όπως βλέπουμε, έχει πολλές διακλαδώσεις – δεν θα μπορούσε αλλιώς. Κάθε δίσκος, κάθε κείμενο, είναι μια αφήγηση (ή, τέλος πάντων, θα όφειλε να είναι μια αφήγηση). Αφήγηση που θα ολοκληρώνεται με τον ορθό τρόπο, καθιστώντας σε συμμέτοχο σε αυτό που μόλις τελείωσε. Τί αφήγηση όμως θα επιλέξουμε, στα πλαίσια κατάρρευσης των οραμάτων – συλλογικών και ατομικών ; Τώρα που πεθαίνει, όπως είπε ο Αντόρνο, η λογοτεχνία, εμείς τί θα διαλέξουμε ;
Η λογική του Lovecraft είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Η γνώση της θέσης μας (εδώ το εννοούμε χρονικά) μπορεί να οδηγήσει είτε στην τρέλα, είτε στην ασφάλεια του σκοταδισμού ενός νέου μεσαίωνα.
Το ειρωνικό για τα ακούσματα του Τέλους είναι πως, στο μυαλό μου τουλάχιστον, δεν θα είναι τίποτε σχετικό με τον black/death ορυμαγδό που διένυσε τον Χρυσό του Αιώνα πρόσφατα – για εμένα, η παραγωγή του ’90 ωχριά μπροστά στις σχετικώς καινούργιες δουλειές. Παρότι η ευθυγράμμιση με τους Diocletian (Gesundrian και War of All Against All κοπής) είναι αναγκαία για να τους εκτιμήσεις αλλά και να βγάλεις την εβδομάδα – δουλειά που παλιότερα είχαν αναλάβει οι Obituary – το mindset τους μόνον διονυσιακό δεν το λες. Διονυσιακό με την νιτσεϊκή πάντοτε έννοια, όπου η απαισιοδοξία κυριαρχεί με έναν τρόπο αποχαλίνωσης και έκστασης και ο αρνητισμός δεν έχει θέση λόγω μη-διαύγειας. Ακούστε και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.
Οι Τελετές των Teitanblood δεν μπορούν σαφώς να διαφοροποιηθούν αισθητά – αν και, για λόγους κυρίως μεταφυσικής, θα πρέπει να αναφερθούν. Το Death θα το ακούσουμε.
Τί γίνεται όμως, με το αφήγημα που κατέρρευσε ; Ακόμη και εάν αποδεκτούμε τον ουροβόρο των παγανιστικών αφηγήσεων, η λογική συνεπαγωγή του οποίου είναι πώς ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής, πόσο έτοιμοι και ψύχραιμοι θα είμαστε να επιδείξουμε τέτοια νηφαλιότητα ; Ρητορικό το ερώτημα, ωστόσο, το μόνον που μπορώ να σκεφτώ είναι αλλεπάλληλες, μεθυσμένες ακροάσεις του Umskiptar. Νομοτελειακά, είναι στους 3 καλύτερους δίσκους του και έχει το πιο «νιτσεϊκό» πνεύμα απ’ όσα προαναφέραμε (πιο νιτσεϊκό απ’ τους Mayhem του Grand Declaration of War). Εάν, δηλαδή, επιθυμούμε, κάτι το «ψυχικά υγιές», εκεί θα πρέπει να κοιτάξουμε. Το χάσιμο των Oranssi Pazuzu και των Pink Floyd απαιτεί, όπως και να το κάνουμε, μια πνευματική διαύγεια που μόνο αυθαίρετα θα δήλωνε κάποιος πώς θα την κατέχει την ώρα της κρίσης.
Θέλουμε κάτι το οποίο θα μας προσφέρει έκσταση, άγχος, αποχαλίνωση, κάτι για την στιγμή εκείνη που θα καταρρέουν όλες οι συμβάσεις – ακόμη και η μεγαλύτερη εξ’ αυτών, ο χρόνος. Το αφήγημα που ψάχνουμε είναι ένα μη αφήγημα – δηλαδή, στο Τέλος μας ψάχνουμε κάτι δίχως τέλος. Δεν παίζουμε με τις λέξεις εδώ.
Φανταστείτε την ηδονή της μουσικής, αποκομμένης από την συνειδητοποίηση του Τέλους και θα κατανοήσετε πως οι μουσικές μας επιλογές θα είναι ελάχιστες. Θα αναγκαστούμε εδώ να βγούμε από την φυσιολογική ροή των πραγμάτων και, επομένως, να αναζητήσουμε την έκσταση που μόνο οι Ulcerate προσφέρουν στο σύγχρονο death metal. Η κυκλοφορία του νέου τους δίσκου δεν θα μπορούσε να είναι πιο συγχρονισμένη με όλα όσα προαναφέραμε, ωστόσο, τα Shrines of Paralysis και Stare Into Death and Be Still είναι αυτά που ξεσπάνε, με τόσο εκστατικό μηδενισμό, και στο μυαλό μου δε γίνεται παρά να τα ακούμε με ένα ποτήρι στο χέρι.
Αυτό όμως το «μη-αφήγημα» δεν γίνεται να μην ενέχει, όταν θα βγάλουμε την κραυγή μας – επιβάλλεται να βγάλουμε μια κραυγή, μπροστά σε αυτό το Τείχος που θα συναντήσουμε στον Συλλογισμό μας – δύο κομμάτια των DsΩ. Το Chore for the Lost και το Abscission. Έπειτα, κουρασμένοι αλλά όχι εξουθενωμένοι, μπορούμε να χορέψουμε με τον πιο διονυσιακό δίσκο Όλων – το Paracletus. Να καταλήξουμε, μεθυσμένοι με δακρυσμένα μάτια να προσπαθούμε να σκεφτούμε – προφανώς δεν θα τα καταφέρουμε.
Υπάρχει κάτι για το κλείσιμο ;
Υπάρχουν οι Joy Division. Υπάρχει, συγκεκριμένα το Disorder και η αισιοδοξία του, και υπάρχει το Shadowplay. Και έπειτα υπάρχει η εγχώρια ξενόγλωσση post punk των Data Fragments, αλλά και οι Grave Pleasures. Εδώ, οι αφηγήσεις υπάρχουν – αλλά είναι αφηγήσεις προς τα πίσω. Αφηγήσεις τύψεων για όσα (δεν) έκανες και όσα (δεν) είπες.
Αλλά, τέλος, υπάρχει το κομμάτι του μοναδικού συγκροτήματος που κολλάει σε κάθε στιγμή αυτού του κειμένου, αλλά κυρίως κολλάει στο τέλος. Πριν από 17 χρόνια, οι Dodheimsgard έκλεισαν τον αγαπημένο μου δίσκο τους, με το από κάτω.
Στον διονυσιακό χορό, αυτό το ρεφραίν, δεν γίνεται να λείπει. Κι ας μην προλάβουμε να φιληθούμε πριν το τέλος, αφού θα χρειαστεί να το τραγουδάμε. Το ατομικό θα αυτοδιαλυθεί για λίγο στο συλλογικό και τότε, αυτή η προφητεία ενός μεθυσμένου Vicotnik θα μπορεί με έναν ειρωνικό τρόπο να επιβεβαιώσει κάποια απ’ τα κλισέ που έχουμε για τους ανατολίτες.
Καλές ακροάσεις !