Αϋπνίες

Για τούτο το κείμενο πάσχιζα να βρω τίτλο κάμποση ώρα – παραπάνω απ’ όσο υπολόγιζα, με αποτέλεσμα να μπαίνω σε πειρασμό να μην κάτσω εν τέλει να το γράψω. Το θεώρησα βέβαια αδικία, οπότε εδώ είμαστε.

Μια βασική μου ανησυχία είναι μην κυριαρχήσει μέσα μου μόνιμα η αηδία, τουλάχιστον με όρους «πρακτικής ακροατή». Είναι ένα συναίσθημα που σπανίως με πιάνει, και με το οποίο δεν μπορώ να αντλήσω άμεσα κάτι σαν ευχαρίστηση από δίσκους που δεν έχω μεν εξοικειωθεί μαζί τους, αλλά υπό άλλες συνθήκες θα «ένιωθα» έστω και κάτι.

Έχω καταλήξει ότι θα μου συμβεί, αναμφίβολα, όταν γεμάτος από νέες κυκλοφορίες, δεν θα προλάβω να ασχοληθώ με καμιά όσο της πρέπει. Εκεί, ακόμη και το Under a Funeral Moon (το οποίο προφανώς δεν το κουνάει κανείς και τίποτα από εκεί που το έχω) μου φαίνεται σα να μην αρκεί. Ένας πανικός με κυριεύει, νιώθω πως δεν θα ξανανιώσω ποτέ όπως ένιωθα στα δεκάξι μου ή στα δεκαοκτώ μου, όταν με μια σχετική ευκολία η έκσταση των DsΩ ή των Lost και των Floyd με καθήλωνε.

Δεν ξέρω ποια λογική διαδικασία με καθοδηγεί όταν κυριαρχεί αυτό το συναίσθημα αηδίας που προανέφερα, ξέρω πώς εκείνη τη στιγμή αντανακλαστικά θα ακούσω μάλλον το Time ή όλο το Wish you were here.

Παύει, για λίγο, εκείνη η κρίση, και έπειτα σειρά έχουν οι Joy Division και οι Grave Pleasures.

Είναι ένα τελετουργικό επαναφοράς σε πιο «απλοϊκές» φόρμες, σα να κοιτάς κείμενα που έγραψες νεότερος ή να επισκέπτεσαι μαγαζιά που έβγαινες παλιότερα.

Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο μέσος ακροατής σήμερα αντιμετωπίζει τα έργα εκεί έξω με ειλικρίνεια : δεν λέω πως εγώ το κάνω κατ’ ανάγκη (π.χ., στο μυαλό μου όλα τα έργα των DsΩ είναι δεκάρια, ακόμη κι’ αυτά που δεν ακούω καν πλέον), αλλά δεν έχω αντίστοιχες αξιώσεις. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο αλλάζουν οι χρονικότητές μας. Στο μυαλό μου – και, για να είμαστε ειλικρινείς, στην πραγματικότητα – οι Ulcerate με έχουν επηρεάσει περισσότερο από τους Pink Floyd. Τους άκουσα την ίδια περίοδο και οι πρώτοι κέρδισαν. Αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουν, καθότι πλέον έχουν επιβάλλει ορισμένες αποτυπώσεις πάνω μου/σου/μας. 

Αυτές οι αποτυπώσεις πλέον μιλάνε με την δική τους αυτοτέλεια και απαιτούν ορισμένα πράγματα από τον σύγχρονο καλλιτέχνη. Δεν θα πάψω, στα κοντά, να ασχολούμαι με νέες κυκλοφορίες – πολλώ δε μάλλον από καλλιτέχνες των οποίων είμαι οπαδός-  αλλά αυτό δε σημαίνει πως λειτουργούμε με λευκές επιταγές (πλην ορισμένων εξαιρέσεων).

Με βάση τον αλγόριθμο, είτε οι Mgla είτε οι Kriegsmaschine θα έπρεπε να είχαν εδώ και 2-3 χρόνια κυκλοφορήσει καινούργιο υλικό – και το γεγονός πως δεν το έχουν κάνει, επιβάλλει περαιτέρω «σεβασμό». Σε κάθε περίπτωση, μιας και έχω αποφασίσει να ακούω κάθε κυκλοφορία που φέρει το όνομα του Darkside, το Hollow των Hauntologist ήταν η πρώτη κυκλοφορία που άκουσα φέτος. Δεν είναι αυτή στην οποία έχω επιστρέψει με την μεγαλύτερη συχνότητα, αλλά είναι αυτή που εκτιμώ πως θα με συνοδεύει για αρκετές βραδινές εξόδους.

Ό,τι λέει η περιγραφή τους, λοιπόν. Ναι στο black metal, ναι στο post punk, ναι ακόμη και στο neo folk.  

Για όσους φοβούνται κάποιο κενό post-black αγαλματίδιο που λειτουργεί ως φετίχ και όχι ως κοινωνός εσωτερικής εμπειρίας, τα πράγματα καθόλου δεν έχουν έτσι. Το πρώτο κομμάτι είναι σαφώς Mgla (και σπέρνει) αλλά κατά τα άλλα ο δίσκος περισσότερο έχει σχέση με τους Joy Division παρά με ένα hype που έχει πεθάνει και κανονικά θα πρέπει να σβηστεί και από τα ληξιαρχικά αρχεία (περί post – black o λόγος).  Ακόμη και στις «χορευτικές» στιγμές του, η μελαγχολική αύρα του εξωφύλλου εδραιώνει το ορθό συναίσθημα : την βόλτα πίσω στο χρόνο, που θα κάνεις στα στενά κοντά στο σπίτι σου, σχεδόν μεθυσμένος, το ξύπνημα της αϋπνίας κοντά στην ώρα του λύγκα.

Η ευχαρίστηση βρίσκεται (αυστηρά) εκεί που εσύ την ανακαλύπτεις, και σε αυτή την περίπτωση, οι Hauntologist, προσκυνώντας κυρίως το αστικό τοπίο και το βρετανικό soundtrack του, μπορούν να προκαλέσουν μέχρι και δάκρυα. Τα φωνητικά είναι στο σωστό ύφος, πολλώ δε μάλλον όταν είναι καθαρά – και θα ήθελα να υπήρχαν περισσότερα τέτοια μέρη. Για τα τύμπανα δεν χρειάζεται να πω κάτι, αυτός και ο Saint – Merat απλά βρίσκονται κάπου, σε μια καλύβα σε υψόμετρο μη – επισκέψιμο, δίχως να είναι γνωστές λοιπές λεπτομέρειες.

Από τις ελάχιστες φορές που η περιγραφή ενός project από τα μέλη του ήταν τόσο, μα τόσο εύστοχη.

Προσεγμένη κυκλοφορία, αστική αλλά ταυτόχρονα «κλειστή»,  που μιλάει μόνο αν της μιλήσεις πρώτα εσύ.