Πανδημική Άνοιξη

Για τον ανοιξιάτικο χαρακτήρα της μουσικής που μας απασχολεί, έχουν ειπωθεί λίγα. Προσωπικά, την άνοιξη εδώ και τέσσερα χρόνια την περνάω με Ghost, Devils Blood, Mazoha (φυσικά) και τις electro κυκλοφορίες των Lost. Είναι η δική μου έννοια μιας ευφορίας που απαιτεί ηλιοφάνεια. Ο δικός μου αισιόδοξος σοβιετικός ρεαλισμός. Παρότι πλέον η ευφορία απαιτεί από μένα ενέργεια που δεν έχω το βράδυ (την στιγμή, δηλαδή, που απολαμβάνω τις περισσότερες ακροάσεις μου), οι στιγμές που θα βγω για μια βόλτα με ήλιο είναι κρίσιμες. Μεταφέρομαι σε περιόδους α-χρονικές (πρώτο lockdown, συγκεκριμένα). Εάν μνημονεύω τόσο αυτούς τους δύομιση περίπου μήνες, πέραν της ευχαρίστησης που μου προσέφεραν δηλαδή εκείνη την περίοδο, είναι επειδή εκείνη την περίοδο θυμάμαι να βιώνω για τελευταία, μάλλον, φορά, μια περίεργη αίσθηση αισιοδοξίας, ευφορίας, ενέργειας, να νιώθω δηλαδή για πρώτη φορά στην ζωή μου την άνοιξη στην «ποιητική» ή «κυριολεκτική» εκδοχή της. Για αυτό και το ισοζύγιο έχει μέσα και το 666 International, τους Kriegsmaschine (πάντοτε μου έβγαζαν ενέργεια και ίσως οργή), τους Neo Inferno 262 και ίσως τους Mysticum.

Αυτή η περίεργη αίσθηση ενέργειας και ζωντάνιας που θα ξοδέψεις ηθελημένα, μέχρι την νύχτα να αλλάξεις τελείως την ρότα και να αναζητάς κάτι πιο κοντά στα συναισθηματικά ξεσπάσματα των Joy Division (τα οποία, όπως σε κάθε καλλιτέχνη που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να αποστασιοποιηθείς, για να τα βιώσεις κατάλληλα) ευνοεί τις ευφορικές πτυχές, τις ανοιξιάτικες, όπως προείπα, του ήχου που μας απασχολεί. Αυτή την ενέργεια θέλεις εκείνη τη στιγμή να την ξοδέψεις και μια διέξοδος είναι σίγουρα αυτή η ένταση που πάντα μου έβγαζαν όλες αυτές οι μουσικές επιλογές. Ακόμα και στις καταστροφικές – μισανθρωπικές/μηδενιστικές οριακά – πτυχές που ορισμένες είχαν, υπήρχε πάντοτε μια ικανοποίηση, εν είδει κρυφού πανηγυρισμού ή υπόγειου ξεσπάσματος. Κοινώς, το ατμοσφαιρικό για εκείνες τις (λίγες) ώρες, έφευγε απ’ το παράθυρο.

Το βράδυ, επανερχόταν, και ακριβώς σε μια τέτοια περίοδο εδραιώθηκε στην δισκοθήκη μου το dark/synthwave. Ξεκούραστα βράδια. Βράδια με ενέργεια. Κυρίως όμως, ανοιξιάτικα βράδια, όπου η αίσθηση της «απαισιοδοξίας» περισσότερο αισθητική είναι, παρά ουσιαστική – η ενέργεια που προανέφερα μας (με) μεθάει, μας (με) κάνει (έκανε) να πιστεύουμε πως ορισμένα πράγματα είναι εφικτά.

Στο μυαλό μου, όλη αυτή η ενέργεια που απελευθερώνεται με τέτοιες μουσικές κυκλοφορίες, περισσότερο σχετίζεται με την αισιοδοξία παρά με τον μηδενισμό που συνήθως πουλάνε διάφοροι αρκετά αισιόδοξοι έμποροι. Αμιγώς παγανιστική, αυτή η αισιοδοξία είναι πιστή στον κύκλο της ζωής. Αναγεννάται σχεδόν καθημερινά – η στιγμή του θανάτου της είναι το βράδυ, η νιότη της κατά το μεσημέρι.

Η συγκεκριμένη κυκλοφορία, που ήρθε κυριολεκτικά απ’ το πουθενά για ανυποψίαστους σα και του λόγου μου, προφανώς φέρει πολλά κοινά με τις κυκλοφορίες των (του) ξόρκι – στην περσινή είχα αναφερθεί και εδώ. Η περιγραφή που επέλεξαν (ντίσκο μπλακ μέταλ) πέραν του πόσο εκστατικά τέλεια είναι (θες να προωθήσεις μόνο σου το υλικό παντού), προσεγγίζει κάπως όσα προανέφερα περί ευφορίας.

Είναι μπλακ ; Εξαρτάται, αλλά δεν με αφορά προσωπικά. Ορισμένα σημεία εδώ, παιγμένα με τον κατάλληλο εξοπλισμό θα έκλειναν ύμνους του μαυρομεταλλικού ιδιώματος. Υπάρχουν εδώ μελωδίες και «σιδηροδρομικό» drum machine που περισσότερο θυμίζουν τα ζωντανά σημεία του Transylvanian Hunger παρά τις synthwave κυκλοφορίες με τις οποίες μόνο εξωτερικά συνορεύουν. Μια αύρα από Celtic Frost συστήνεται, στην φλέβα πειραματισμού που χτυπάνε διάφοροι (λίγοι με επιτυχία).

Δεν ξέρω πόσο «επαρχιώτικο» άκουσμα είναι η Παγανή Κυριακή – δεν έχω καταφέρει ακόμη να δοκιμάσω κάτι αντίστοιχο. Για το πεδίο που με αφορά και που βιώνω άμεσα, αυτές οι κυκλοφορίες ισορροπούν άψογα στις δύο στιγμές που ξεχωρίζω πλέον στην ημέρα μου – την ανοιξιάτικη ημέρα μου, για να είμαι πιο σαφής. Όσα συμβαίνουν στο ομότιλο και στο Συλλυπητήριο Γεύμα (χριστέ μου, τί τίτλος) είναι ενδεικτικά και συνοψίζουν όσα μαγικά παρουσιάζουν σε αυτή την κυκλοφορία οι δύο δημιουργοί της. Αμιγώς μπλακ υλικό, στα ξεσπάσματά του κλείνει το μάτι στις εκρήξεις ζωντάνιας που ένας Ινδός εισήγαγε μαστουρωμένος και μεθυσμένος στον ήχο μας, λίγο πριν κλείσει η χιλιετία.

Η Παγανή Κυριακή απευθύνεται αμιγώς σε όσους κάνουν βόλτες μόνοι. Όχι από σνομπάρισμα, αλλά επειδή το μπαρ που ο καθένας ανοίγει μέσα στο κεφάλι του (πόσα παρέμειναν ανοιχτά μετά το lock-down) έχει συγκεκριμένη πολιτική ως προς τους πελάτες. Έχω ακυρώσει έξοδο, ξεστομίζοντας το αμίμητο και εκπληκτικά αγενές «εάν έπινα θα ερχόμουν», μόνο και μόνο για να βγω μετά από κανά δίωρο, με τα ακουστικά και το προαναφερθέν soundtrack.

Χρειαζόμαστε τέτοιες κυκλοφορίες επειδή περνάνε ορισμένους Ρουβίκωνες για εμάς, προσφέροντάς μας μια ευφορική αρμονία την στιγμή που τα πάντα τριγύρω αλλοιώνουν την αίσθηση του χρόνου. Η ψυχεδέλεια της σταδιακής αποσύνθεσης απαιτεί από μέρους μας ψυχραιμία. Σαν σε πανηγύρι στην νορμανδική Σικελία (όπως φαίνεται από ένα εκπληκτικό εξώφυλλο), η γιορτή στο δικό μας μπαρ τεμαχίζει για λίγο τον χωροχρόνο, για να επανέλθουμε στα χαρακώματα.

https://paganikiriaki.bandcamp.com/album/-

Πεθαίνω σαν χώρα

Έχουν κλείσει σίγουρα δέκα χρόνια από τότε που διάβασα αυτές τις λέξεις σε κάποια αφίσα στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπήκα καν στον κόπο τότε να ψάξω εάν πρόκειται για στίχους, εάν ανήκουν σε κάποιον, σε τί αναφέρονται – δεν είχε καμία σημασία. Στο μυαλό μου, τότε αυτό λειτούργησε ως μια απαισιόδοξη παρατήρηση για την συγκυρία που εγώ βίωνα κάπως διαφορετικά.

Δεν είχα ακριβώς επίγνωση των αλλαγών στην ελληνική κοινωνία γιατί τότε ανακάλυπτα πολλά πράγματα που για μια μεγάλη χρονική περίοδο ήταν δεδομένα, αλλά τώρα, το 2024 έχουν χαθεί. Τότε όμως, αυτά τα πράγματα, αυτές οι σχέσεις, αυτές οι πρακτικές, οι νόρμες, οι αντινόρμες, όπως θέλετε πείτε το, μπορεί να δέχονταν χτυπήματα, μπορεί (ορισμένες) να έπνεαν τα λοίσθια, αλλά δεν ήταν παρελθόν.

Έζησα την αρχή της μετάβασης, και συνεπώς αυτή ακριβώς η παρατήρηση περί θανάτου – επιθανάτιου ρόγχου, επί της ουσίας – μου φαίνεται τώρα τόσο προφητική αλλά τότε ήταν απλώς ενδιαφέρουσα.  

Πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε. Τότε, όντως ήμασταν στην μετάβαση, πλέον βλέπουμε τα αποτελέσματα, και για πολλά από αυτά δεν ήμασταν έτοιμοι. Το πώς τα διαχειριζόμαστε είναι μια κουβέντα σχετική με αυτή την κυκλοφορία των Kvadrat. Η χριστιανικού τύπου μεμψιμοιρία δεν προσφέρει κάτι το χρήσιμο και αυτός ο δίσκος είναι χρήσιμος (και, υπό μια έννοια, κρίσιμος, εάν νιώθετε ευθυγραμμισμένοι μαζί του).   

Η μουσική συνοδεία εκείνων των στιγμών της ζωής μου πλέον έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην καθημερινότητά μου. Όπως και οι λέξεις που προανέφερα, έτσι και αυτά τα μουσικά μονοπάτια αποδείχθηκαν προφητικά, αναγνώρισαν ότι πλέον τα ψυχικά μου πνευμόνια δεν αντέχουν πολύ αέρα και άρα προσαρμόστηκαν αμφότερα αναλόγως.

Εάν διαβάζουμε Τσίρκα και Μπέκετ, είναι επειδή αμφότεροι περιγράφουν μια διέξοδο. Αναφέρω τα δύο ονόματα αυτά επειδή ο ρεαλισμός τους είναι παραγωγικός. Υπάρχει παραγωγική απαισιοδοξία, όπως και μίσος, οργή κ.ο.κ. Η συμφιλίωση που περιγράφει η μουσική των (του) Kvadrat με αυτές τις όψεις του ψυχισμού μας, χρωστάει σαφώς πολλά στους Ulcerate, αλλά στο μυαλό μου αδελφή κυκλοφορία αυτού εδώ του εξαιρετικού (από κάθε άποψη) ντεμπούτου δεν είναι άλλη από το ντεμπούτο των Λήθη.

Η αισθητική του λεκτικού μαχαιρώματος είτε σε black είτε σε death σοκάκια είναι αποτελεσματική και πειστική για αυτό που ζητάω σαν ακροατής, από την μουσική υπόκρουση της συγκυρίας. Μελωδίες ναι, οι «δικές» μας. Οργή όπως τα ξεσπάσματα των νεοζηλανδών που επίσης αναλαμβάνουν να ντύσουν ηχητικά την συγκυρία. Ορισμένες φορές, η τέχνη μετατρέπεται σε εργαλείο ή καύσιμο, φέροντας πάνω της την σφραγίδα μιας συγκυρίας που δυστυχώς την γέννησε. Λέω δυστυχώς γιατί η κούραση της Σηπτικής Ανυπαρξίας (μην αρχίσουμε για στίχους/τίτλους, δεν θα τελειώσουμε ποτέ) δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από μια κοινωνία στην «εφηβεία» της.

Ένα τέλος απλωμένο σε δεκαετίες, αντικειμενικά ενέχει μια μορφή μιθριδατισμού. Μια συνήθεια, μια ανηδονία. Νομίζω η κατάλληλη φράση για την ηδονή που φέρνει η ακρότητα της Φρικτής Δυσαρμονίας, είναι η «αναταραχή μιας ανηδονίας». Περίπλοκο, αλλά μάλλον εξαιρετικά ανθρώπινο, μέσα στα δάκρυά του.

Η Μίνας Ίθιλ υπό το Σεληνόφως

(Ο τίτλος που προηγήθηκε – δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστός- καθώς και το εξαιρετικό και αμιγώς «εσωτερικό» κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ανταπόκριση του φίλτατου Κωστή, που έκανε αυτό που δεν έκανε το blog. Έβαλε στην άκρη τα γεράματα και ακολούθησε τις λατρευτικές πρακτικές που μας κρατάνε ακόμα ζωντανούς. Τον ευχαριστώ πραγματικά για την ανταπόκριση.)

Τι είναι Μεγαλοπρέπεια; Μεγαλοπρέπεια αποπνέει η εικόνα του γερο-Θέοντεν όταν καλεί κοντά του για μια τελευταία φορά τους ελεύθερους ανθρώπους του Ρόχαν, μπροστά από τα τείχη της πολιορκούμενης Μίνας Τίριθ. Αποτελεί μια έννοια που εμπεριέχει την έντονη έκφραση συναισθημάτων δέους και συγκίνησης, συναισθήματα τα οποία σε (σπάνιες) περιπτώσεις προσθέτουν αριστοτεχνικά, μια νέα διάσταση στην υπνωτιστική, δραματική και (πάντοτε) εσωστρεφή φύση του black metal.

Τα στεγανά αυτού του ιδιώματος δεν μπορούν να συγκρατήσουν (ευτυχώς) το ποτάμι που είναι η μουσική των Emperor. Εδώ δεν θα βρεις μόνο πρόκες, νεκροταφεία και τσεκούρια, όλα στοιχεία της χειμαρρώδους γένεσης του ήχου, αλλά κυρίως στιγμές όπου απορείς. Απορείς πώς γίνεται στα 18 του ένας άνθρωπος να συλλάβει ένα δίσκο όπως το In The Nightside Eclipse, ενώ ο μέσος μεταλλάς στην ίδια ηλικία μαθαίνει να κατουράει εντός της λεκάνης. Αυτοί οι όχι και τόσο χαμογελαστοί Σκανδιναβοί λοιπόν, μας επισκέφτηκαν το περασμένο Σάββατο, 27 χρόνια (!) μετά την τελευταία τους εμφάνιση στην Ελλάδα. Η ζωντανή απόδοση του επιβλητικού ενορχηστρωμένου χάους των Emperor ήταν δίκαιη και έγινε πράξη.

Δεν θα αναλωθώ σε εκτενή σχόλια που αφορούν το χώρο διεξαγωγής, ο οποίος ήταν άρτιος σε θέμα ήχου και φωτισμού, θα επιμείνω όμως σε ορισμένα χρώματα από εκείνο το βράδυ. Όχι αγαπητοί φίλοι μου, δεν αναφέρομαι στο χρώμα της κιθάρας του κύριου Tveitan, που έμοιαζε με περιτύλιγμα σοκολάτας Lila Pause. Τα χρώματα τα οποία στοιχειώνουν τα δικά μου όνειρα τα τελευταία βράδια, είναι δύο. Το πρώτο είναι το χαρακτηριστικό μπλε, με το οποίο φιλοτέχνησε ο Kristian Wåhlin το εξώφυλλο του μνημειώδους In The Nightside Eclipse.Ένα ερεβώδες μπλε το οποίο έλουζε τη σκηνή καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης του «Into The Infinity Of Thoughts». Μια επική σύνθεση με διάρκεια κάτι παραπάνω από 8 λεπτά – η πρώτη μου επαφή με τη μπάντα σαν έφηβος, στο τέλος της οποίας θυμάμαι να ρωτάω τον κολλητό μου:

« Τα παίζουν ολόκληρα τα κομμάτια; »

Δεν μπορούσα να αντιληφθώ πώς είναι δυνατόν αυτές οι μακροσκελείς συνθέσεις να ξεδιπλώνονται τόσο μαεστρικά μπροστά μας και ταυτόχρονα να αφήνουν τη γεύση ενός απόηχου μεσαιωνικών (grim) παραμυθιών με αρχή, μέση και Επικό Τέλος. Η κορώνα στο κεφάλι των Emperor, το σημείο που ξεκινάει η μαγεία, βρίσκεται πάντα λίγο πριν το τέλος. Σαν να μην φτάνει η χιονοθύελλα από riffs, blastbeats και έξυπνα τοποθετημένα πλήκτρα, θα φροντίσω να σου τραγουδήσω καθαρά στο κλείσιμο, να σου αφήσω κάτι ακόμα να θυμάσαι. Θέλω να ταυτιστείς μαζί μου όταν καλώ σπαρακτικά το Πνεύμα της Νύχτας να παραλάβει την Ψυχή μου. Βαθύ πράσινο βγαλμένο από τα σωθικά του Θηρίου που ακούει στο όνομαAnthems To The Welkin At Dusk. Όταν η σκοτεινή φιγούρα στη μέση της σκηνής αναφώνησε «Ye Entrancemperium!», ήταν πλέον αργά. Το ταξίδι της Αναζήτησης έφτασε στο τέλος του, είτε βρήκες την απάντηση, είτε όχι. Τότε θυμήθηκα το χρώμα με το οποίο « ντύθηκε »  η Μίνας Ίθιλ όταν την σκέπασε η Νύχτα.

Οι Emperor δεν παίζουν black metal, παίζουν Μεγαλοπρεπές Χάος.

ΥΓ. Ο Trym είναι ο Γονέας 1 όλων μας.

Setlist έτσι για το γαμώτο:

  1. Into The Infinity Of Thoughts
  2. In The Wordless Chamber
  3. Thus Spake The Nightspirit
  4. Ensorcelled by Khaos
  5. The Loss & Curse of Reverence
  6. With Strength I Burn
  7. Curse You All Men!
  8. Towards The Pantheon
  9. The Majesty of The Night Sky
  10. I Am The Black Wizards
  11. Inno A Satana
  12. Opus A Satana (Outro)
  13. The Burning Shadows Of Silence
  14. Ye Entrancemperium
  15. The Wanderer (Outro)

Κηδεία μιας δικαίωσης

Πιάνοντας (και, συνάμα, αφήνοντας αμέσως) το νήμα από το προηγούμενο κείμενο, επανέρχομαι σε όσα είπαμε περί υπαρξιακού τρόμου. Εάν κάτι λειτουργεί εκεί με όρους σοκ (εξωγενούς/εσωγενούς), αυτό δεν είναι άλλο από τον τοίχο που αντιβαίνει την λογική σου : αδυνατείς να συλλάβεις το τίποτα γιατί, στην μέχρι τώρα ζωή σου, έχεις μάθει σε αφηγήσεις που απολήγουν κάπου. Όλα, ακόμη και τα πλέον παρανοϊκά, έχουν ένα εσωτερικό νόημα. Έτσι απαιτείς να είναι και με τα υπόλοιπα πράγματα που σε περιτριγυρίζουν (απολήγοντας εν τέλει σε μια τελεολογική οπτική, ακόμη και υποσυνείδητα). Τίποτε το πρωτόγνωρο σε όλα αυτά, ωστόσο αυτή η αφαίρεση του «πρέπει», αυτή η εκ των έσω αποσύνθεση της «πλοκής» που οφείλει να έχει η ζωή σου δεν μπορεί να συμβεί εν μια νυκτί.

Διαβάζοντας Ντε Σαντ, όπου η έννοια του ασφυκτικά κλειστού χώρου είναι πάντα παρούσα, όπου η πλοκή δεν χρειάζεται να απολήγει σε κάτι το θετικό (στην εκδίκηση ή στην λύτρωση), αναγκαστικά ανακάλεσα όλες τα «ρεαλιστικά» προϊόντα τέχνης που έχω γευθεί στο παρελθόν (ο Ντε Σαντ δεν ανήκει ασφαλώς σε κάποιο «ρεαλιστικό» ρεύμα), και που, αποδεχόμενα και εκείνα την προαναφερθείσα συνθήκη, σταματούν να βασανίζουν το κοινό και ενεργοποιούν την έννοια της «θείας δίκης». Ακόμη και όταν αυτή έρχεται με την μορφή αντιβίας, όπου μάλιστα ενεργοποιούνται μέσα σου διάφορα αντιφατικά μεταξύ τους αισθήματα. Ο αριστερός άνθρωπος απεχθάνεται τη βία, και είναι για αυτό μια τραγική φυσιογνωμία, αλλά μπορώ σίγουρα να σκεφτώ ορισμένες σκηνές δικαίωσης/λύτρωσης όπου η αηδία ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό.

Το ερώτημα ασφαλώς έχει πολλαπλές προεκτάσεις και η απόλαυση βρίσκεται εκεί που εσύ τη βρίσκεις. Δίσκοι, ταινίες, σειρές, όλα ανακατεύονται αλλά εν τέλει το DNA σου δεν έχει αλλάξει. Ακόμη καταναλώνω τέχνη σαν να πρόκειται για το Dark Side of the Moon. Αρχή, μέση, Τέλος (με την αρχαιοελληνική έννοια κυρίως). Λύτρωση, πλοκή, εσωτερική λογική. Αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ και ούτε θα έπρεπε. Ωστόσο, η φυσική ροή της καθημερινότητας είναι ανάκατη. Το ότι εμείς προσπαθούμε να της βάλουμε τάξη είναι μια άλλη, λυπηρή στην παρούσα συγκυρία, κουβέντα.

Οι «Άποικοι» έχουν την πλέον αψεγάδιαστη ροή, σεβόμενη το Τρίπτυχο με στόχο ένα ορθό Τέλος. Ίσως το πιο ιστορικά ακριβές «Τέλος». Τοποθετούμενο χρονικά στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Χιλή, συγχωνεύει την γενοκτονία και την εθνογένεση. Βάζει μια ακόμη ταφόπλακα (ελπίζω αυτή να αντέξει) στο ίσως/μάλλον πιο απεχθές είδος «τέχνης» που γέννησε ο ιμπεριαλισμός, το «γουέστερν». Το αισθητικό κομμάτι είναι απερίγραπτο – η φωτογραφία είναι καταπληκτική αλλά ο ήχος είναι το κλειδί για να σε φυλακίσει στον κινηματογραφικό χωροχρόνο. Δανείζεται στοιχεία από την Καρδιά του Σκότους, αλλά επιλέγει να σταματήσει και να δηλώσει προς το κοινό πώς η πλοκή ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα. Ένας λευκός θα σκηνοθετούσε αλλιώς αυτή τη ταινία. Θα εμβάθυνε στον γενοκτόνο Βρετανό και το παρελθόν του, θα μας έδινε ορισμένες χαζές ατάκες από τον αμερικάνο καουμπόι, θα έδινε χώρο στον έρωτα να αναπνεύσει. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Τα δύο πρώτα κτήνη δεν είναι άνθρωποι και άρα δεν τους αξίζει να κατανοήσεις τους «προσωπικούς» λόγους πίσω απ’ την τρέλα – η αποικιοκρατία και το ταξικό συμφέρον αρκούν. Όσον αφορά τώρα, τους ιθαγενείς που καλούνται να επιβιώσουν ενάντια στους ευρωπαίους λαθρομετανάστες και τους απογόνους τους, ο έρωτας είναι μάλλον κάτι που η αυταπάτη που προανέφερα στην αρχή εισάγει στο μυαλό μας, αλλά όχι στο δικό τους.

Το Τέλος εδώ είναι μια κλιμάκωση δίχως εκρήξεις. Λίγο πριν σπάσει το πρόσωπο που τα συνοψίζει όλα, επανερχόμαστε στην αρχή. Δεν υποχρεώνει κανείς την ροή της πραγματικότητας να έχει χαρακτήρα έργου. Δεν υπάρχει Δικαίωση. Το Τέλος είναι εδώ μια δήλωση. Όσα έγιναν δεν θα αλλάξουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν ότι η ταινία σε αφήνει με ένα ερωτηματικό. Λάθος, μεγάλο λάθος.

Η γοητεία του κρύου γαλλικού

Το ζήτημα της ταύτισης στην λογοτεχνία είναι μάλλον αρκετά προβληματικό. Βιάστηκα, όμως. Το ζήτημα της «ταύτισης» στην τέχνη είναι αρκετά προβληματικό. Η συζήτηση – όχι δυστυχώς σε όλες της τις εκφάνσεις – έχει απασχολήσει τα έντυπα που διάβαζα/διαβάζω, αλλά για μια «ορθή» απάντηση αντικειμενικά πρέπει να ακολουθήσουμε έναν αμιγώς χρονικό μίτο – μια μορφή αφήγησης που καταλήγει στο «γιατί» ο χ,ψ ηχογράφησε, σκηνοθέτησε, έγραψε κ.ο.κ. Ορισμένοι δισκογραφούν επειδή θέλουν (άσχετα εάν αυτός που θα γευθεί το προϊόν εν τέλει ευθυγραμμιστεί με αυτό), άλλοι με προσδοκία να εκφράσουν κάτι που ίσως βρει ανταπόκριση διαμέσου ταύτισης, άλλοι απλώς για να βγάλουν κάτι από μέσα τους.

Προσωπικά, όποτε διαβάζω κάτι – το ίδιο ισχύει φαντάζομαι για τους περισσότερους – θα πρέπει να τοποθετήσω τον εαυτό μου κάπου εντός του έργου. Η ταύτιση με έναν από τους χαρακτήρες είναι αντιφατική πάντα : άλλο ποιός είσαι, άλλο ποιος θα ήθελες να είσαι. Για αυτό και πάντοτε θα γελάμε με όσους εν τέλει τείνουν να θεωρούν πως είναι οι ίδιοι ντοστογιεφσκικοί χαρακτήρες που χάθηκαν σε ένα παιχνίδι του χωροχρόνου.

Με την λογοτεχνία του «φανταστικού» (αλήθεια, πόσο απεχθής μετάφραση) ή του τρόμου, το ζήτημα είναι διακριτό. Για να φθάσει κανείς σε μια διονυσιακού τύπου έξαψη/έκσταση με ένα λογοτεχνικό έργο, απαιτούνται τελετουργίες που μετατρέπουν την αφήγηση σε εμπειρία. Τρεις τέτοιες στιγμές κρατώ προσωπικά, το κλείσιμο του «Έγκλημα και Τιμωρία», τις παραισθήσεις στο τέλος του «Λύκου τις Στέππας» και την εντελώς παράφορη έκσταση που βίωσα, όταν δεν το περίμενα καθόλου, διαβάζοντας για ένα μάθημα σχολής ένα απόκομμα από την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, ακούγοντας το soundtrack του Only Lovers Left Alive – εκεί όντως, επικοινώνησα με κάτι άλλο.  

Για να επανέλθουμε στο θέμα μας. Η πλοκή του υπερφυσικού οφείλει να ακολουθεί την πατέντα του Lovecraft για να μπορέσει να είναι ανθρώπινη. Προσοχή. Όχι για να είναι «αποτελεσματική» – για να είναι ανθρώπινη. Ο υπαρξιακός τρόμος, όσο «πολυτέλεια» κι’ αν είναι σε καιρούς που η τσέπη αγγίζει επίπεδα μεσοπολέμου, δεν παύει να συνιστά (για εμένα προσωπικά) την ενσάρκωση του Απόλυτου και το κλειδί για πολλές εσωτερικές εμπειρίες. Μπορείς να ταυτιστείς, η αλήθεια είναι, με τους χαρακτήρες του Τόλκιν – αλλά μόνον με έναν πολύ αφαιρετικό τρόπο, και πάντοτε σε τελική ανάλυση. Ακόμα και στις πιο ανθρώπινες στιγμές τους, (τις Τρεις Αδελφοκτονίες που περιγράφονται στο Σιλμαρίλλιον), οι χαρακτήρες διατηρούν κάτι που δεν μπορείς να αγγίξεις στην ολότητά του – ή, νιώθεις ολίγον τι σαν τους τσαρλατάνους που περιέγραψα παραπάνω.

Η ανθρώπινη διάσταση ενός έργου δεν έγκειται στην πρακτική αλλά στη σκέψη που αυτό περιγράφει. Η φθορά και η απόγνωση δεν έχουν χαρακτήρα πάντοτε εκρηκτικό – μπορούν να απλώνονται σε χιλιόμετρα καθημερινότητας, να διαλύονται στις πιο απλές πρακτικές και να αλλοιώνουν τον εσωτερικό τους χρόνο. Με τον Λιγκότι δεν είχα καμία επαφή, μέχρι τη στιγμή που δημοσιεύτηκε το Teatro Grottesco από τους Αντίποδες.

Η μετάφραση είναι επί της ουσίας συγγραφή/δημιουργία, για αυτό και η δουλειά του Χρυσόστομου Τσαπραḯλη είναι εξαιρετική και δημιουργεί μια ζεστασιά και κυρίως μια ατμόσφαιρα απαραίτητη για να μπορέσεις να βιώσεις τις αφηγήσεις του Λιγκότι. Αφηγήσεις ανθρώπινες γιατί ο τρόμος λειτουργεί ως οδός για την απόληξη – την απόληξη σε πεδίο σκέψης και αισθήματος. Το κλείσιμο κάθε ιστορίας λειτουργεί ως καύσιμο μη – ικανοποίησης, μιας και θα επανέρχεσαι σε αυτό ξανά και ξανά με όρους ανήσυχης θαλπωρής. Αντιφατικό έργο, σαφώς, απαιτητικό μόνον εάν το βλέπεις σαν θέρετρο. Τίποτε το κακό με αυτό, εάν και το επίμετρο του μεταφραστή είναι εν τέλει περισσότερο αναγκαίο παρά χρήσιμο. Νομίζω πρόκειται για την καλύτερη αποτύπωση του νεοφιλελεύθερου, αγγλοσαξονικού καπιταλισμού (αυτού του κτήνους που δολοφόνησε τόσους και τόσους), σε λογοτεχνία τρόμου, ακριβώς επειδή αναγκαστικά επιστρέφει σε πιο πρωτόγονες μορφές αντίστασης στην φρίκη. Η αδυναμία εδώ έχει κάτι από την παιδική σου αφέλεια, που στα πλαίσια της ενηλικίωσης σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία από αυτή που σου περιέγραφαν μικρός, θέλεις να ξαναβιώσεις.

Πρέπει να αναφέρω πως είναι βαρύ έργο, για λόγους που σχετίζονται ακριβώς με τον επίκαιρο χαρακτήρα του, ειδικά στην φάση που βρίσκεται ο Μεγάλος Νεοφιλελεύθερος Μετασχηματισμός διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα. Είναι όμως εθιστικό, και κυρίως, με έναν πολύ περίεργο τρόπο, ευχάριστο και εν τέλει, σε σημεία, υλιστικά αισιόδοξο.

Ξεχάσαμε κάτι : soundtrack ανάγνωσης. Είτε Lurker of Chalice/Leviathan, είτε Swans (Children of God). Δουλεύει.