Για τον ανοιξιάτικο χαρακτήρα της μουσικής που μας απασχολεί, έχουν ειπωθεί λίγα. Προσωπικά, την άνοιξη εδώ και τέσσερα χρόνια την περνάω με Ghost, Devil’s Blood, Mazoha (φυσικά) και τις electro κυκλοφορίες των Lost. Είναι η δική μου έννοια μιας ευφορίας που απαιτεί ηλιοφάνεια. Ο δικός μου αισιόδοξος σοβιετικός ρεαλισμός. Παρότι πλέον η ευφορία απαιτεί από μένα ενέργεια που δεν έχω το βράδυ (την στιγμή, δηλαδή, που απολαμβάνω τις περισσότερες ακροάσεις μου), οι στιγμές που θα βγω για μια βόλτα με ήλιο είναι κρίσιμες. Μεταφέρομαι σε περιόδους α-χρονικές (πρώτο lockdown, συγκεκριμένα). Εάν μνημονεύω τόσο αυτούς τους δύομιση περίπου μήνες, πέραν της ευχαρίστησης που μου προσέφεραν δηλαδή εκείνη την περίοδο, είναι επειδή εκείνη την περίοδο θυμάμαι να βιώνω για τελευταία, μάλλον, φορά, μια περίεργη αίσθηση αισιοδοξίας, ευφορίας, ενέργειας, να νιώθω δηλαδή για πρώτη φορά στην ζωή μου την άνοιξη στην «ποιητική» ή «κυριολεκτική» εκδοχή της. Για αυτό και το ισοζύγιο έχει μέσα και το 666 International, τους Kriegsmaschine (πάντοτε μου έβγαζαν ενέργεια και ίσως οργή), τους Neo Inferno 262 και ίσως τους Mysticum.
Αυτή η περίεργη αίσθηση ενέργειας και ζωντάνιας που θα ξοδέψεις ηθελημένα, μέχρι την νύχτα να αλλάξεις τελείως την ρότα και να αναζητάς κάτι πιο κοντά στα συναισθηματικά ξεσπάσματα των Joy Division (τα οποία, όπως σε κάθε καλλιτέχνη που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να αποστασιοποιηθείς, για να τα βιώσεις κατάλληλα) ευνοεί τις ευφορικές πτυχές, τις ανοιξιάτικες, όπως προείπα, του ήχου που μας απασχολεί. Αυτή την ενέργεια θέλεις εκείνη τη στιγμή να την ξοδέψεις και μια διέξοδος είναι σίγουρα αυτή η ένταση που πάντα μου έβγαζαν όλες αυτές οι μουσικές επιλογές. Ακόμα και στις καταστροφικές – μισανθρωπικές/μηδενιστικές οριακά – πτυχές που ορισμένες είχαν, υπήρχε πάντοτε μια ικανοποίηση, εν είδει κρυφού πανηγυρισμού ή υπόγειου ξεσπάσματος. Κοινώς, το ατμοσφαιρικό για εκείνες τις (λίγες) ώρες, έφευγε απ’ το παράθυρο.
Το βράδυ, επανερχόταν, και ακριβώς σε μια τέτοια περίοδο εδραιώθηκε στην δισκοθήκη μου το dark/synthwave. Ξεκούραστα βράδια. Βράδια με ενέργεια. Κυρίως όμως, ανοιξιάτικα βράδια, όπου η αίσθηση της «απαισιοδοξίας» περισσότερο αισθητική είναι, παρά ουσιαστική – η ενέργεια που προανέφερα μας (με) μεθάει, μας (με) κάνει (έκανε) να πιστεύουμε πως ορισμένα πράγματα είναι εφικτά.
Στο μυαλό μου, όλη αυτή η ενέργεια που απελευθερώνεται με τέτοιες μουσικές κυκλοφορίες, περισσότερο σχετίζεται με την αισιοδοξία παρά με τον μηδενισμό που συνήθως πουλάνε διάφοροι αρκετά αισιόδοξοι έμποροι. Αμιγώς παγανιστική, αυτή η αισιοδοξία είναι πιστή στον κύκλο της ζωής. Αναγεννάται σχεδόν καθημερινά – η στιγμή του θανάτου της είναι το βράδυ, η νιότη της κατά το μεσημέρι.
Η συγκεκριμένη κυκλοφορία, που ήρθε κυριολεκτικά απ’ το πουθενά για ανυποψίαστους σα και του λόγου μου, προφανώς φέρει πολλά κοινά με τις κυκλοφορίες των (του) ξόρκι – στην περσινή είχα αναφερθεί και εδώ. Η περιγραφή που επέλεξαν (ντίσκο μπλακ μέταλ) πέραν του πόσο εκστατικά τέλεια είναι (θες να προωθήσεις μόνο σου το υλικό παντού), προσεγγίζει κάπως όσα προανέφερα περί ευφορίας.
Είναι μπλακ ; Εξαρτάται, αλλά δεν με αφορά προσωπικά. Ορισμένα σημεία εδώ, παιγμένα με τον κατάλληλο εξοπλισμό θα έκλειναν ύμνους του μαυρομεταλλικού ιδιώματος. Υπάρχουν εδώ μελωδίες και «σιδηροδρομικό» drum machine που περισσότερο θυμίζουν τα ζωντανά σημεία του Transylvanian Hunger παρά τις synthwave κυκλοφορίες με τις οποίες μόνο εξωτερικά συνορεύουν. Μια αύρα από Celtic Frost συστήνεται, στην φλέβα πειραματισμού που χτυπάνε διάφοροι (λίγοι με επιτυχία).
Δεν ξέρω πόσο «επαρχιώτικο» άκουσμα είναι η Παγανή Κυριακή – δεν έχω καταφέρει ακόμη να δοκιμάσω κάτι αντίστοιχο. Για το πεδίο που με αφορά και που βιώνω άμεσα, αυτές οι κυκλοφορίες ισορροπούν άψογα στις δύο στιγμές που ξεχωρίζω πλέον στην ημέρα μου – την ανοιξιάτικη ημέρα μου, για να είμαι πιο σαφής. Όσα συμβαίνουν στο ομότιλο και στο Συλλυπητήριο Γεύμα (χριστέ μου, τί τίτλος) είναι ενδεικτικά και συνοψίζουν όσα μαγικά παρουσιάζουν σε αυτή την κυκλοφορία οι δύο δημιουργοί της. Αμιγώς μπλακ υλικό, στα ξεσπάσματά του κλείνει το μάτι στις εκρήξεις ζωντάνιας που ένας Ινδός εισήγαγε μαστουρωμένος και μεθυσμένος στον ήχο μας, λίγο πριν κλείσει η χιλιετία.
Η Παγανή Κυριακή απευθύνεται αμιγώς σε όσους κάνουν βόλτες μόνοι. Όχι από σνομπάρισμα, αλλά επειδή το μπαρ που ο καθένας ανοίγει μέσα στο κεφάλι του (πόσα παρέμειναν ανοιχτά μετά το lock-down) έχει συγκεκριμένη πολιτική ως προς τους πελάτες. Έχω ακυρώσει έξοδο, ξεστομίζοντας το αμίμητο και εκπληκτικά αγενές «εάν έπινα θα ερχόμουν», μόνο και μόνο για να βγω μετά από κανά δίωρο, με τα ακουστικά και το προαναφερθέν soundtrack.
Χρειαζόμαστε τέτοιες κυκλοφορίες επειδή περνάνε ορισμένους Ρουβίκωνες για εμάς, προσφέροντάς μας μια ευφορική αρμονία την στιγμή που τα πάντα τριγύρω αλλοιώνουν την αίσθηση του χρόνου. Η ψυχεδέλεια της σταδιακής αποσύνθεσης απαιτεί από μέρους μας ψυχραιμία. Σαν σε πανηγύρι στην νορμανδική Σικελία (όπως φαίνεται από ένα εκπληκτικό εξώφυλλο), η γιορτή στο δικό μας μπαρ τεμαχίζει για λίγο τον χωροχρόνο, για να επανέλθουμε στα χαρακώματα.