Πεθαίνω σαν χώρα

Έχουν κλείσει σίγουρα δέκα χρόνια από τότε που διάβασα αυτές τις λέξεις σε κάποια αφίσα στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπήκα καν στον κόπο τότε να ψάξω εάν πρόκειται για στίχους, εάν ανήκουν σε κάποιον, σε τί αναφέρονται – δεν είχε καμία σημασία. Στο μυαλό μου, τότε αυτό λειτούργησε ως μια απαισιόδοξη παρατήρηση για την συγκυρία που εγώ βίωνα κάπως διαφορετικά.

Δεν είχα ακριβώς επίγνωση των αλλαγών στην ελληνική κοινωνία γιατί τότε ανακάλυπτα πολλά πράγματα που για μια μεγάλη χρονική περίοδο ήταν δεδομένα, αλλά τώρα, το 2024 έχουν χαθεί. Τότε όμως, αυτά τα πράγματα, αυτές οι σχέσεις, αυτές οι πρακτικές, οι νόρμες, οι αντινόρμες, όπως θέλετε πείτε το, μπορεί να δέχονταν χτυπήματα, μπορεί (ορισμένες) να έπνεαν τα λοίσθια, αλλά δεν ήταν παρελθόν.

Έζησα την αρχή της μετάβασης, και συνεπώς αυτή ακριβώς η παρατήρηση περί θανάτου – επιθανάτιου ρόγχου, επί της ουσίας – μου φαίνεται τώρα τόσο προφητική αλλά τότε ήταν απλώς ενδιαφέρουσα.  

Πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε. Τότε, όντως ήμασταν στην μετάβαση, πλέον βλέπουμε τα αποτελέσματα, και για πολλά από αυτά δεν ήμασταν έτοιμοι. Το πώς τα διαχειριζόμαστε είναι μια κουβέντα σχετική με αυτή την κυκλοφορία των Kvadrat. Η χριστιανικού τύπου μεμψιμοιρία δεν προσφέρει κάτι το χρήσιμο και αυτός ο δίσκος είναι χρήσιμος (και, υπό μια έννοια, κρίσιμος, εάν νιώθετε ευθυγραμμισμένοι μαζί του).   

Η μουσική συνοδεία εκείνων των στιγμών της ζωής μου πλέον έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην καθημερινότητά μου. Όπως και οι λέξεις που προανέφερα, έτσι και αυτά τα μουσικά μονοπάτια αποδείχθηκαν προφητικά, αναγνώρισαν ότι πλέον τα ψυχικά μου πνευμόνια δεν αντέχουν πολύ αέρα και άρα προσαρμόστηκαν αμφότερα αναλόγως.

Εάν διαβάζουμε Τσίρκα και Μπέκετ, είναι επειδή αμφότεροι περιγράφουν μια διέξοδο. Αναφέρω τα δύο ονόματα αυτά επειδή ο ρεαλισμός τους είναι παραγωγικός. Υπάρχει παραγωγική απαισιοδοξία, όπως και μίσος, οργή κ.ο.κ. Η συμφιλίωση που περιγράφει η μουσική των (του) Kvadrat με αυτές τις όψεις του ψυχισμού μας, χρωστάει σαφώς πολλά στους Ulcerate, αλλά στο μυαλό μου αδελφή κυκλοφορία αυτού εδώ του εξαιρετικού (από κάθε άποψη) ντεμπούτου δεν είναι άλλη από το ντεμπούτο των Λήθη.

Η αισθητική του λεκτικού μαχαιρώματος είτε σε black είτε σε death σοκάκια είναι αποτελεσματική και πειστική για αυτό που ζητάω σαν ακροατής, από την μουσική υπόκρουση της συγκυρίας. Μελωδίες ναι, οι «δικές» μας. Οργή όπως τα ξεσπάσματα των νεοζηλανδών που επίσης αναλαμβάνουν να ντύσουν ηχητικά την συγκυρία. Ορισμένες φορές, η τέχνη μετατρέπεται σε εργαλείο ή καύσιμο, φέροντας πάνω της την σφραγίδα μιας συγκυρίας που δυστυχώς την γέννησε. Λέω δυστυχώς γιατί η κούραση της Σηπτικής Ανυπαρξίας (μην αρχίσουμε για στίχους/τίτλους, δεν θα τελειώσουμε ποτέ) δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από μια κοινωνία στην «εφηβεία» της.

Ένα τέλος απλωμένο σε δεκαετίες, αντικειμενικά ενέχει μια μορφή μιθριδατισμού. Μια συνήθεια, μια ανηδονία. Νομίζω η κατάλληλη φράση για την ηδονή που φέρνει η ακρότητα της Φρικτής Δυσαρμονίας, είναι η «αναταραχή μιας ανηδονίας». Περίπλοκο, αλλά μάλλον εξαιρετικά ανθρώπινο, μέσα στα δάκρυά του.